βελονόφυλλος

βελονόφυλλος
ος , ον бот. хвойный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "βελονόφυλλος" в других словарях:

  • βελονόφυλλος — η, ο (για δέντρο) αυτός που έχει φύλλα όμοια με βελόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < βελόνα + φύλλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ν. Κ. Μάκαρο] …   Dictionary of Greek

  • βελόνα — Μικρό νησί του νοτιοδυτικού Αιγαίου. Βρίσκεται ανάμεσα στη Λέρο και στην Κάλυμνο. * * * η (AM βελόνη) 1. λεπτό μετάλλινο όργανο ραφής με αιχμηρή άκρη και τρύπα στο πλατύτερο μέρος του για να περνάει η κλωστή 2. η λεπτή αιχμή οποιουδήποτε… …   Dictionary of Greek

  • σπανόφυλλος — ον, Α (για έλατο, πεύκο και άλλα δέντρα) αυτός που δεν είναι πλατύφυλλος, ο βελονόφυλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. πολύ φυλλος] …   Dictionary of Greek

  • φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»